ζιλέ

ζιλέ
το και ζιλές, ο
1. ανδρικό γιλέκο
2. γυναικείο γιλέκο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. gilet < τουρκ. yelek].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • αντιβασιλεία — Η άσκηση της βασιλικής εξουσίας από ένα ή περισσότερα πρόσωπα που αντικαθιστούν τον βασιλιά στις εξής περιπτώσεις: όταν είναι ανήλικος, όταν εξαιτίας μακρόχρονης αρρώστιας δεν μπορεί να ασκήσει τα καθήκοντά του ή όταν δεν υπάρχει διάδοχος του… …   Dictionary of Greek

  • ενδυμασία — Το σύνολο των αντικειμένων –οποιουδήποτε υλικού ή τρόπου κατασκευής– που χρησιμοποιεί ο άνθρωπος για να ντύνεται και να στολίζεται. Για πολύ καιρό, ιδιαίτερα σε περιοχές τις οποίες ευνοούσε το θερμό κλίμα, οι άνθρωποι δεν ένιωθαν την ανάγκη να… …   Dictionary of Greek

  • Μάρτος, Ιβάν Πέτροβιτς — (Ivan Petrovich Martos, 1754 – 1835). Ουκρανός γλύπτης. Φοίτησε στην Ακαδημία Καλών Τεχνών της Πετρούπολης, με δασκάλους τους Ρολάν και Ζιλέ. Από το 1773 έως το 1779 ο Μ. ήταν υπότροφος της Ακαδημίας Καλών Τεχνών της Πετρούπολης στη Ρώμη, όπου… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”